- αποβλητέος
- α, ον1) ненужный, подлежащий удалению; 2) подлежащий отчислению, исключению, увольнению, изгнанию; 3) неприемлемый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀποβλητέος — to be thrown away masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποβλητέον — ἀποβλητέος to be thrown away masc/fem acc sg ἀποβλητέος to be thrown away neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποβλητέα — ἀποβλητέος to be thrown away neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποβλητέους — ἀποβλητέος to be thrown away masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)